- μάτσιν
- μάτσιν, τὸ (Μ)σούπα από ζυμαρικά βρασμένα με μέλι και κανέλα («χαῑρε, τῆς πίττας ὁ καταλυμός, χαῑρε, τοῡ ματσίου ὁ θάνατος», Σπανός).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tutumadž].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ματσόβεργα — η λεπτή επιμήκης κυλινδρική ράβδος με την οποία ανοίγουν τα φύλλα στη ζαχαροπλαστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάτσιν «σούπα από ζυματρικά» + βέργα] … Dictionary of Greek